- περιοδείας
- περιοδείᾱς , περιοδείαgoing roundfem acc plπεριοδείᾱς , περιοδείαgoing roundfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλφεσίβεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Φηγίας της Ακαρνανίας, σύζυγος του Αλκμαίωνα. Αναφέρεται και ως Αρσινόη. Στη Φηγία κατέφυγε o Αλκμαίων μετά τον φόνο της μητέρας του. Εκεί παντρεύτηκε την Α. και της δώρισε, ανάμεσα σε άλλα, και … Dictionary of Greek
Γκάντι, Ρατζίβ — (Rajiv Gandhi, 1944 – 1991). Ινδός πολιτικός. Γιος της πρωθυπουργού Ίντιρα Γκάντι και εγγονός του πρώτου πρωθυπουργού της Ινδίας Γιαβαχαρλάλ Νεχρού. Σπούδασε μηχανικός στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στο Λονδίνο. Σταδιοδρόμησε ως πιλότος των… … Dictionary of Greek
Δαπόντες, Καισάριος — (Σκόπελος 1714 – Άγιον Όρος 1784). Ποιητής, χρονογράφος και μοναχός. Σπούδασε πρώτα στο σχολείο του πατέρα του στη Σκόπελο και συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι. Κατόπιν, υπηρέτησε ως γραμματικός του Κωνσταντίνου… … Dictionary of Greek
Κόχραν, Έντι — (Eddie Cochran, Άλμπερτ Λι, Μινεσότα 1938 – Λονδίνο 1960). Αμερικανός μουσικός. Ξεκίνησε τη σύντομη καριέρα του το 1954 σχηματίζοντας τους Cochran Brothers· το όνομά τους οφείλεται σε απλή συνωνυμία με τον Χανκ Κόχραν, τον κάντρι τραγουδιστή του… … Dictionary of Greek
Ντούζε, Ελεονόρα — (Eleonora Duse, Βιτζεβάνο, Παβία 1858 – Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1924). Ιταλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, ακολούθησε τους γονείς της στις περιοδείες τους από τη μια επαρχιακή πόλη στην άλλη και όταν έγινε τεσσάρων ετών ανέβηκε για… … Dictionary of Greek
Ολίβιε, Λόρενς — (Laurence Olivier, Ντόρκινγκ, Λονδίνο 1907 – 1989). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τελείωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και το 1926 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Repertory Theatre του Μπίρμιγχαμ. Η … Dictionary of Greek
Παλάσκας, Λεωνίδας — (1819 – 1880). Αξιωματικός του ναυτικού. Αποφοίτησε από τη γαλλική Ναυτική Σχολή της Βρέστης. Αρχικά υπηρέτησε στο γαλλικό ναυτικό. Κατατάχτηκε ύστερα στο ελληνικό πολεμικό ναυτικό, με τον βαθμό του υποπλοιάρχου και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες… … Dictionary of Greek
Χάρντινγκ, Ουόρεν - Γκαμάλιελ — (Harding, 1865 – 1923). Αμερικανός πολιτικός. Ήταν γιος επαρχιακού γιατρού και προτού ασχοληθεί με την πολιτική εξάσκησε διαδοχικά τα επαγγέλματα του δασκάλου, πράκτορα ασφαλειών, τυπογράφου και δημοσιογράφου. Το 1884 εγκαταστάθηκε στην πολιτεία… … Dictionary of Greek
δραματολόγιο — το κατάλογος θεατρικών έργων που πρόκειται να ανεβάσει ένας θίασος, το ρεπερτόριο: Το δραματολόγιο της καλοκαιρινής περιοδείας περιλαμβάνει κωμωδίες του Αριστοφάνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ I — [Греческая Республика; греч. Ελληνική Ϫημοκρατία], гос во в юго вост. Европе, занимающее юг Балканского п ова. Территория 131 944 кв. км, в т. ч. островов 25 тыс. кв. км, береговая линия имеет длину 4100 км (с учетом островов ок. 15 тыс. км). На… … Православная энциклопедия